μυλική

μυλική
μυλικός
for a mill
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυλικός — μυλικός, ή, όν (ΑΜ) [μύλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς λίθος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυλική (ενν. ἔμπλαστρος) φάρμακο για τον πονόδοντο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”